στρωννύω

στρωννύω
στόρεννυμι
pres subj act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προστρωννύω — Α καταστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στρωννύω «στρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • στρώννυμι — και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α βλ. στρώνω …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”